Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

Μπορεί να χρεοκοπήσει η Ελλάδα; του Γιώργος Δουράκης Eπίκουρος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Α Π Θ

Μπορεί να χρεοκοπήσει η Ελλάδα;

Βοήθεια, οι αγορές!

 

Γιώργος Δουράκης | Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

Η διόγκωση των ελλειμμάτων και η κάλυψή τους με δανεικά φέρνουν στο προσκήνιο το ζήτημα της φερεγγυότητας της χώρας. Είναι σε θέση η Ελλάδα να εγγυηθεί τα ομόλογα που εκδίδει; Ή θα σταματήσουν οι πιστωτές της να την εμπιστεύονται και θα οδηγηθεί στη χρεοκοπία; Από την έναρξη της κρίσης ως σήμερα, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας έχει επιδεινωθεί σημαντικά. Αυτό αποτυπώνεται στη διεύρυνση της διαφοράς μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών δεκαετών ομολόγων, που είναι η μεγαλύτερηστην ευρωζώνη και από 0,3 ποσοστιαίες μονάδες έχει εκτιναχθεί στις 3 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή έχει δεκαπλασιαστεί. Αυτό βεβαίως δεν
είναι ελληνικό φαινόμενο. Ακριβότερα δανείζονται και άλλες χώρες που έχουν παρόμοια προβλήματα με την Ελλάδα, δηλαδή μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και υψηλό δημόσιο χρέος. Αλλά οι επιδόσεις της είναι μοναδικές και είναι αποτέλεσμα των πολιτικών που ακολουθήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Η χώρα έχει το μεγαλύτερο στην ευρωζώνη έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ, δημόσιο χρέος που πλησιάζει το 100% του ΑΕΠ και επιπλέον αυξανόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα. Η κατάσταση δηλαδή προσομοιάζει
με εκείνη χωρών οι οποίες στο παρελθόν έχουν χρεοκοπήσει.

Το πρόσφατο πιστωτικό όργιο των τραπεζών είχε εντέλει τραγική κατάληξη. Υστερα από μία δεκαετία πρωτοφανούς πιστωτικής επέκτασης, κατά την οποία όλοι οι συμμετέχοντες στη χρηματοπιστωτική αλυσίδα δάνειζαν δανειζόμενοι εντελώς ανεξέλεγκτα (leveraging), δημιουργήθηκε μια μεγάλη πιστωτική φούσκα που έσκασε με πάταγο, αφήνοντας πίσω της ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία βουτηγμένη στα χρέη. Χρέη τεράστια εν συγκρίσει όχι μόνο προς το ύψος του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών, αλλά και προς το μέγεθος του πλούτου των εθνών (ΑΕΠ). Μάλιστα για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού η πρωτοφανής αυτή υπερχρέωση δεν πλήττει μόνο τον δημόσιο τομέα και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά πρωτίστως τα νοικοκυριά (καταναλωτικά δάνεια). Από τα μέσα όμως του 2007 έχει αρχίσει μια αντίστροφη και ιδιαιτέρως επώδυνη διαδικασία δραστικού περιορισμού των πιστώσεων (deleveraging). Μοιραία οι χρηματαγορές στέρεψαν και η αγορά διατραπεζικού δανεισμού έπαθε εμπλοκή. Χρήματα υπάρχουν, κανένας όμως δεν είναι διατεθειμένος να τα δανείσει· και όταν το κάνει, απαιτεί ιδιαίτερα υψηλό τόκο.

? Η φερεγγυότητα των κρατών

Τα πρώτα θύματα της πιστωτικής αυτής ασφυξίας ήταν οι δανειολήπτες του ιδιωτικού τομέα (τράπεζες, επιχειρήσεις, καταναλωτές), που είδαν την πιστοληπτική τους ικανότητα να επαναξιολογείται αυστηρά από τις αγορές και το κόστος δανεισμού να εκτινάσσεται στα ύψη. Αντίθετα, στην αρχική αυτή φάση το κόστος δανεισμού των κρατών μειώθηκε επειδή η κατάρρευση των μετοχών, των ιδιωτικών ομολόγων και των εμπορευμάτων έκανε τους επενδυτές να στραφούν στα σχετικά ασφαλέστερα κρατικά χρεόγραφα των προηγμένων χωρών.

Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Από τη στιγμή που αποδείχθηκε ότι η παγκόσμια οικονομία βιώνει τη χειρότερη κρίση από την εποχή του Μεσοπολέμου, οι περισσότερες κυβερνήσεις έσπευσαν να εξαγγείλουν μεγάλα προγράμματα δημοσιονομικής παρέμβασης με δεδηλωμένο στόχο τη διάσωση των τραπεζών και την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας. Τα προγράμματα αυτά αύξησαν δραματικά τις δανειακές ανάγκες των περισσότερων χωρών. Για παράδειγμα, το αμερικανικό Δημόσιο θα διαθέσει εφέτος στις διεθνείς αγορές χρεόγραφα ύψους 2 τρισ. δολ. (ποσό υπερδιπλάσιο από πέρυσι), ενώ τα αντίστοιχα χρεόγραφα των χωρών της ΕΕ προβλέπεται να υπερβούν το 1 τρισ. δολ. Πρόκειται για τεράστια ποσά, που, όπως είναι ευνόητο, δυσχεραίνουν το έργο των κρατών και ευνοούν τους πιστωτές, οι οποίοι στο εξής έχουν τη δυνατότητα επιλογής.

Στη νέα αυτή συγκυρία της έκρηξης των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους ήταν καθαρά θέμα χρόνου να τεθεί στο μικροσκόπιο και η φερεγγυότητα των επίδοξων εγγυητών. Γι΄ αυτό και δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που οι αγορές άρχισαν εσχάτως να επαναξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των κρατών με βάση τα νέα δημοσιονομικά δεδομένα.

? Η δυσχερής θέση της χώρας μας
Από δημοσιονομική άποψη η Ελλάδα είναι ο «αδύναμος κρίκος» της ευρωζώνης και έχει εξαιρετικά επαχθές κόστος δανεισμού. Και αυτό γιατί δεν έχει μόνο πολύ υψηλό δημόσιο χρέος (93% του ΑΕΠ), αλλά και ένα τρομακτικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (14% του ΑΕΠ). Αυτή η κρίση δανεισμού προσγείωσε ανώμαλα όσους υποστήριζαν ότι με την ομπρέλα του ευρώ η χώρα μας μπορεί να αισθάνεται ασφαλής έναντι των αγορών. Διότι ναι μεν δεν κινδυνεύει από κρίσεις συναλλαγματικής ισοτιμίας, αντιμετωπίζει όμως την εξίσου σοβαρή κρίση αναχρηματοδότησης των χρεών της.

Τι σκοπεύει να κάνει για αυτό η ΕΕ; Αν πιστέψουμε τον κ. Τρισέ, τίποτε απολύτως. Δεν πρόκειται να αναληφθεί καμία κοινή δράση. Ισχύει η γενική στρατηγική «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Μάλιστα ο κεντρικός τραπεζίτης φαίνεται κατά βάθος να επιχαίρει που την «επιτήρηση» αναλαμβάνουν ντε φάκτο οι αδυσώπητες αγορές, για να τιμωρηθούν επιτέλους οι δημοσιονομικά άσωτοι. Προφανώς, αν τα πράγματα φθάσουν στο απροχώρητο, κάτι πρέπει να γίνει. Η σύσταση ενιαίου φορέα διαχείρισης χρέους με σκοπό την έκδοση κοινού ευρω-ομολόγου είναι μια ιδέα προς τη σωστή κατεύθυνση, έστω και αν προς το παρόν προσκρούει στην άρνηση Γερμανίας- Γαλλίας. Το γεγονός ότι οι υπεύθυνοι των εθνικών υπηρεσιών διαχείρισης κρατικού χρέους θα συναντηθούν την ερχόμενη Τετάρτη στις Βρυξέλλες για να συζητήσουν το θέμα δείχνει ότι υπάρχουν ελπίδες για τη διαμόρφωση ενός κοινού σχεδίου δράσης σε περίπτωση εσχάτης ανάγκης.

? Η πολιτική οικονομία της ύφεσης
Οι εξελίξεις αυτές αναζωπύρωσαν τις συζητήσεις για το αν κινδυνεύει ή όχι η συνοχή της ευρωζώνης. Τυπικά, η απάντηση είναι όχι. Πουθενά δεν προβλέπεται ποινή αποβολής, ενώ το κόστος της οικειοθελούς αποχώρησης είναι επιεικώς απαγορευτικό. Ουσιαστικά όμως ο σοβαρότερος κίνδυνος που ελλοχεύει σήμερα και θα μπορούσε να θέσει σε δοκιμασία τη συνοχή της ευρωζώνης είναι η υπέρμετρη δημοσιονομική εγκράτεια, όχι η δημοσιονομική υπερβολή. Το καίριο μήνυμα που στέλνει σήμερα η πολιτική οικονομία της ύφεσης στα πέρατα της οικουμένης είναι απλό και ηχηρό: «Δαπανάτε γιατί χανόμαστε». Μπορεί υπό φυσιολογικές συνθήκες η δημοσιονομική πειθαρχία να είναι συνετή επιλογή, αλλά σε περιόδους ύφεσης συνιστά θανάσιμο αμάρτημα. Καλύτερα να δαπανήσουν τα κράτη περισσότερα από όσα πρέπει παρά λιγότερα.

Υπό την αφόρητη πίεση μιας απίστευτα ζοφερής οικονομικής πραγματικότητας, ο ένας ηγέτης μετά τον άλλον ασπάζονται εκόντες άκοντες τη νέα οικονομική ορθοδοξία. Τελευταίο παράδειγμα η Ανγκελα Μέρκελ, που από «Frau-Νein» (κυρία Οχι) μετατράπηκε εν μια νυκτί σε «Frau-Ja» (κυρία Ναι). Κάλλιο αργά, παρά αργότερα. Φυσικά οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την εξαιρετική δυσκολία του ελληνικού εγχειρήματος. Δεν έχουμε όμως άλλη επιλογή. Η λύση είναι μονόδρομος(!). Πρέπει πάση θυσία να δαπανήσουμε όσο περισσότερα γίνεται, έστω και αν χρειαστεί να αυξήσουμε σημαντικά το δημόσιο χρέος (στην Ιαπωνία υπερβαίνει το 184% του ΑΕΠ). Και όχι να προσποιούμαστε ότι δαπανούμε, βαφτίζοντας κουτοπόνηρα το πρόγραμμα διάσωσης των τραπεζών «πρόγραμμα ενίσχυσης της πραγματικής οικονομίας» (συσκευασία «δύο σε ένα»)
.
Ο κ. Γιώργος Δουράκης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;